- παλματίας
- παλμᾰτίας, ου, ὁ, (πάλλω) σεισμὸς π. an earthquakeA with violent shocks, Arist.Mu.396a10.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παλματίας — παλματίας, ὁ (Α) αυτός που χαρακτηρίζεται από παλμικές δονήσεις («παλματίας σεισμός», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *πάλμα, ατος (βλ. λ. πάλμα [ΙΙ]) + κατάλ. ίας (πρβλ. βρασματ ίας, μυκητ ίας)] … Dictionary of Greek
παλματίαι — παλματίας with violent shocks masc nom/voc pl παλματίᾱͅ , παλματίας with violent shocks masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλματίου — παλματίας with violent shocks masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάλμα — (Palma). Επώνυμο 2 Ιταλών ζωγράφων. 1. Γιάκοπο, ο Πρεσβύτερος (Σερίνα, [Μπέργκαμο] περ. 1480 – Βενετία 1528). Εργάστηκε στη Βενετία στα πρώτα χρόνια του 16ου αι. και επηρεάστηκε από τους μεγαλύτερους ζωγράφους της εποχής (Τζοβάνι Μπελίνι,… … Dictionary of Greek
ՊԱՂՄԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0590 Chronological Sequence: 6c ա.գ. (Ի յն. ձայնէս բա՛լմա. յորմէ լտ. բալբիթա՛ցիօ, տրոփումն. թնդումն. դողումն.) Անուն մասնաւոր սասանութեան երկրի, իբր դողացուցիչ. παλματίας vibrator, quidam terrae motus. *Ի շարժմանցն ... այլք… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)